μπατάρω

μπατάρω
overturn

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπατάρω — μπατάρω, μπάταρα και μπατάρισα, μπαταρισμένος βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπατάρω — και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω) νεοελλ. 1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω 2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα») 3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει») 4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • μπατάρω — (λ. ιταλ.), μπάταρα και μπατάρισα 1. μτβ., ανατρέπω: Τον μπάταρε ένα μεγάλο κύμα. 2. αμτβ., γέρνω, ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω: Η βάρκα μπάταρε από τη θαλασσοταραχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπατάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπατάρω, η κλίση προς τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπατάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρω: παρκάρισμα)] …   Dictionary of Greek

  • τοιχίζω — ΝΜΑ [τοῑχος] (για πλοίο) γέρνω προς τη μια πλευρά, γέρνω, μπατάρω νεοελλ. κλείνω με τοίχο …   Dictionary of Greek

  • μπατέρνω — μπάταρα, μπατάρω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”